- απομαυρίζω
- 1. μετ. чернить;2. αμετ. становиться совсем чёрным, чернеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομαυρίζω — 1. μαυρίζω κάτι εντελώς, το κάνω κατάμαυρο 2. συμπληρώνω το μαύρισμα που υπήρχε πριν 3. γίνομαι κατάμαυρος … Dictionary of Greek
απομαυρίζω — ισα, ισμένος, μαυρίζω εντελώς: Από τον ήλιο του καλοκαιριού και την αρμύρα της θάλασσας είχε απομαυρίσει. Ουσ. απομαύρισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)